ἰατροτομεύς

ἰατροτομεύς
ἰᾱτρο-τομεύς, έως, ,
A doctor who uses the knife, surgeon, Princeton Exp.Inscr.787 ([place name] Syria).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιατροτομεύς — ἰατροτομεύς, ὁ (Α) χειρουργός ιατρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + τομεύς] …   Dictionary of Greek

  • ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”